κερκίς — weaver s shuttle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδα — κερκίς weaver s shuttle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδας — κερκίς weaver s shuttle fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδες — κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδι — κερκίς weaver s shuttle fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδος — κερκίς weaver s shuttle fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδων — κερκίς weaver s shuttle fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίσιν — κερκίς weaver s shuttle fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
κερκίδ' — κερκίδα , κερκίς weaver s shuttle fem acc sg κερκίδι , κερκίς weaver s shuttle fem dat sg κερκίδε , κερκίς weaver s shuttle fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)